1 ἀποκλάω
• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper
ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάςAnacr.l.c.,
τὸ κέραςStr.10.2.19,
κλάδου ... ἀποκλωμένουPosidon.241,
ἄκρα κορύμβουNonn.D.12.343,
ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατοAP 7.506 (Leon.)
•en v. pas.
χηνίσκον ἀποκεκλασμένονID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.),
σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθένταTheoc.22.14.
2 en v. med. curvarse
(sc. σκέλος) ἀποκλᾶταιHp.Off.14.